Definify.com
Definition 2024
δημοτικό
δημοτικό
Greek
Alternative forms
- δημοτικό σχολείο (dimotikó scholeío)
Noun
δημοτικό • (dimotikó) n (plural δημοτικά)
- (education) primary school
Declension
declension of δημοτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημοτικό | δημοτικά |
genitive | δημοτικού | δημοτικών |
accusative | δημοτικό | δημοτικά |
vocative | δημοτικό | δημοτικά |
Related terms
- see: δήμος m (dímos, “municipality, the people”)
Adjective
δημοτικό • (dimotikó)
- Accusative masculine singular form of δημοτικός (dimotikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of δημοτικός (dimotikós).