Definify.com
Definition 2024
δερματολόγος
δερματολόγος
Greek
Noun
δερματολόγος • (dermatológos) m, f (plural δερματολόγοι)
Declension
declension of δερματολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δερματολόγος | δερματολόγοι |
genitive | δερματολόγου | δερματολόγων |
accusative | δερματολόγο | δερματολόγους |
vocative | δερματολόγε | δερματολόγοι |
Related terms
- δερματολογία f (dermatología, “dermatology”)
- δερματολογικός (dermatologikós, “dermatological”)