Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
δενδρίτης
δενδρίτης
Greek
Noun
δενδρίτης
•
(
dendrítis
)
m
(
plural
δενδρίτες
)
(
cytology
,
crystallography
,
metallurgy
)
dendrite
Declension
declension of
δενδρίτης
singular
plural
nominative
δενδρίτης
δενδρίτες
genitive
δενδρίτη
δενδριτών
accusative
δενδρίτη
δενδρίτες
vocative
δενδρίτη
δενδρίτες
Etymology
Ancient Greek
δένδρον
(
déndron
,
“
tree
”
)
.
Similar Results