Definify.com
Definition 2024
δαχτυλίδι
δαχτυλίδι
Greek
Alternative forms
- δακτυλίδι n (daktylídi)
Noun
δαχτυλίδι • (dachtylídi) n (plural δαχτυλίδια)
Declension
declension of δαχτυλίδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δαχτυλίδι | δαχτυλίδια |
genitive | δαχτυλιδιού | δαχτυλιδιών |
accusative | δαχτυλίδι | δαχτυλίδια |
vocative | δαχτυλίδι | δαχτυλίδια |