Definify.com
Definition 2024
γυμναστήριο
γυμναστήριο
Greek
Noun
γυμναστήριο • (gymnastírio) n (plural γυμναστήρια)
Declension
declension of γυμναστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γυμναστήριο | γυμναστήρια |
genitive | γυμναστηρίου | γυμναστηρίων |
accusative | γυμναστήριο | γυμναστήρια |
vocative | γυμναστήριο | γυμναστήρια |
Related terms
- see: γυμνάζω (gymnázo, “to train, to exercise”)