Definify.com
Definition 2024
γραφειοκράτης
γραφειοκράτης
Greek
Noun
γραφειοκράτης • (grafeiokrátis) m
Declension
declension of γραφειοκράτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γραφειοκράτης | γραφειοκράτες |
genitive | γραφειοκράτη | γραφειοκρατών |
accusative | γραφειοκράτη | γραφειοκράτες |
vocative | γραφειοκράτη | γραφειοκράτες |
Related terms
- see: γραφειοκρατία f (grafeiokratía)