Definify.com

Definition 2024


γουρούνι

γουρούνι

Greek

Noun

γουρούνι (gouroúni) n (plural γουρούνια, feminine γουρούνα)

  1. pig, hog, swine (male pig)
    Τα γουρούνια είναι ευχαριστημένα όταν παίζουν στη λάσπη.Ta gouroúnia eínai efcharistiména ótan paízoun sti láspi. ― The pigs are happy when they're playing in mud.
  2. (figuratively, colloquial, offensive) pig, fat pig, beast (an overweight and mean-spirited man)
    Ο άντρας της είναι σκέτο γουρούνι και πήγε να με χτυπήσει όταν τόλμησα να της μιλήσω.O ántras tis eínai skéto gouroúni kai píge na me chtypísei ótan tólmisa na tis milíso. ― Her husband is a real pig of a man and he tried to hit me when I dared to talk to her.

Declension

Synonyms

Derived terms