Definify.com
Definition 2024
γομάρι
γομάρι
Greek
Noun
γομάρι • (gomári) n (plural γομάρια)
Declension
declension of γομάρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γομάρι | γομάρια |
genitive | γομαριού | γομαριών |
accusative | γομάρι | γομάρια |
vocative | γομάρι | γομάρια |
Synonyms
- see: γάιδαρος (gáidaros)