Definify.com
Definition 2024
γλαροπούλι
γλαροπούλι
Greek
Noun
γλαροπούλι • (glaropoúli) n (plural γλαροπούλια)
Declension
declension of γλαροπούλι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γλαροπούλι | γλαροπούλια |
genitive | γλαροπουλιού | γλαροπουλιών |
accusative | γλαροπούλι | γλαροπούλια |
vocative | γλαροπούλι | γλαροπούλια |
Synonyms
- (seabird): θαλασσοπούλι n (thalassopoúli)
Coordinate terms
- γλάρος m (gláros, “seagull”)