Definify.com
Definition 2024
γκόμενος
γκόμενος
Greek
Noun
γκόμενος • (nkómenos) m (plural γκόμενοι, feminine γκόμενα)
Declension
declension of γκόμενος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γκόμενος | γκόμενοι |
genitive | γκόμενου | γκόμενων |
accusative | γκόμενο | γκόμενους |
vocative | γκόμενε | γκόμενοι |