Definify.com
Definition 2024
γιδοβοσκός
γιδοβοσκός
Greek
Noun
γιδοβοσκός • (gidovoskós) m (plural γιδοβοσκοί)
Declension
declension of γιδοβοσκός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γιδοβοσκός | γιδοβοσκοί |
genitive | γιδοβοσκού | γιδοβοσκών |
accusative | γιδοβοσκό | γιδοβοσκούς |
vocative | γιδοβοσκέ | γιδοβοσκοί |
Synonyms
- αιγαβοσκός m (aigavoskós)
Related terms
- see: γίδα f (gída, “goat”)