Definify.com
Definition 2024
γιγάντισσα
γιγάντισσα
Greek
Noun
γιγάντισσα • (gigántissa) f (plural γιγάντισσες, masculine γίγαντας)
Declension
declension of γιγάντισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γιγάντισσα | γιγάντισσες |
genitive | γιγάντισσας | γιγαντισσών |
accusative | γιγάντισσα | γιγάντισσες |
vocative | γιγάντισσα | γιγάντισσες |