Definify.com
Definition 2024
για
για
Greek
Alternative forms
Preposition
για • (gia)
- (time, duration, takes accusative): for
- για στάσου (wait a minute)
- φυλακίστηκε για πέντε χρόνια (he was imprisoned for five years)
- (cause, reason, takes accusative): for
- φυλακίστηκε για κλοπή (he was imprisoned for theft)
- (use): for, by
- αυτός ο δρόμος δεν είναι για μηχανάκια (this road is not for motorcycles)
- (end, intention, destination, takes accusative or genitive): for
- για σένα (for you)
- πάω για ψώνια (go shopping)
- το τρένο φεύγει για Θεσσαλονίκη (the train leaves for Thessalonica)
- (about, takes accusative): about
- μου μίλησε για ό,τι συνέβη (He told me about what happened)