Definify.com

Definition 2024


γηροκομεία

γηροκομεία

Greek

Noun

γηροκομεία (girokomeía) n

  1. Nominative plural form of γηροκομείο (girokomeío).
  2. Accusative plural form of γηροκομείο (girokomeío).
  3. Vocative plural form of γηροκομείο (girokomeío).