Definify.com
Definition 2024
γεωργοκτηνοτρόφος
γεωργοκτηνοτρόφος
Greek
Noun
γεωργοκτηνοτρόφος • (georgoktinotrófos) m (plural γεωργοκτηνοτρόφοι)
Declension
declension of γεωργοκτηνοτρόφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γεωργοκτηνοτρόφος | γεωργοκτηνοτρόφοι |
genitive | γεωργοκτηνοτρόφου | γεωργοκτηνοτρόφων |
accusative | γεωργοκτηνοτρόφο | γεωργοκτηνοτρόφους |
vocative | γεωργοκτηνοτρόφε | γεωργοκτηνοτρόφοι |
Coordinate terms
- see: γεωργία f (georgía, “agriculture”)