Definify.com
Definition 2024
γερμανικό_κλειδί
γερμανικό κλειδί
Greek
Noun
γερμανικό κλειδί • (germanikó kleidí) n (plural γερμανικά κλειδιά)
- (open-ended) spanner (UK), wrench (US)
Related terms
- γαλλικό κλειδί n (gallikó kleidí, “adjustable spanner”)
External links
- γερμανικό κλειδί on the Greek Wikipedia.Wikipedia el