Definify.com
Definition 2024
γαλακτοκομείο
γαλακτοκομείο
Greek
Noun
γαλακτοκομείο • (galaktokomeío) n (plural γαλακτοκομεία)
Declension
declension of γαλακτοκομείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαλακτοκομείο | γαλακτοκομεία |
genitive | γαλακτοκομείου | γαλακτοκομείων |
accusative | γαλακτοκομείο | γαλακτοκομεία |
vocative | γαλακτοκομείο | γαλακτοκομεία |
Related terms
- γαλακτοπωλείο n (galaktopoleío, “milk bar”)
- γαλατάδικο n (galatádiko, “milk bar”)
- γαλακτοκομία f (galaktokomía, “dairying”)
- γαλακτοκόμος m, f (galaktokómos, “dairyman”)
- γαλακτερά n pl (galakterá, “dairy products”)
- γαλακτοκομικά n pl (galaktokomiká, “dairy products”)
- γαλακτοκομικός (galaktokomikós, “dairy”) (adjective)
- γαλακτικός (galaktikós, “lactic”) (adjective)
- γαλακτερός (galakterós, “dairy”) (adjective)