Definify.com
Definition 2024
βραβείο
βραβείο
Greek
Noun
βραβείο • (vraveío) n
- prize, award
- Βραβείο Ίψεν ― Vraveío Ípsen ― Norwegian Ibsen Award
- Βραβείο Νόμπελ ― Vraveío Nómpel ― Nobel Prize
- Διεθνές βραβείο Μπούκερ ― Diethnés vraveío Boúker ― Man Booker International Prize
Declension
declension of βραβείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βραβείο | βραβεία |
genitive | βραβείου | βραβείων |
accusative | βραβείο | βραβεία |
vocative | βραβείο | βραβεία |
Derived terms
- βραβεύομαι (vravévomai)
- βράβευση (vrávefsi)
- βραβεύσιμος (vravéfsimos)
- βραβεύω (vravévo)
- επιβραβεύω (epivravévo)