Definify.com
Definition 2024
βουνοσειρά
βουνοσειρά
Greek
Noun
βουνοσειρά • (vounoseirá) f (plural βουνοσειρές)
Declension
declension of βουνοσειρά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βουνοσειρά | βουνοσειρές |
genitive | βουνοσειράς | βουνοσειρών |
accusative | βουνοσειρά | βουνοσειρές |
vocative | βουνοσειρά | βουνοσειρές |
Synonyms
- οροσειρά f (oroseirá) (much more common)
Related terms
- see: βουνό n (vounó, “mountain”)