Definify.com
Definition 2024
βουλγαρικοί
βουλγαρικοί
Greek
Adjective
βουλγαρικοί • (voulgarikoí)
- Nominative masculine plural form of βουλγαρικός (voulgarikós).
- Vocative masculine plural form of βουλγαρικός (voulgarikós).
βουλγαρικοί • (voulgarikoí)