Definify.com
Definition 2024
βουκολικός
βουκολικός
Ancient Greek
Adjective
βουκολικός • (boukolikós) m (feminine βουκολική, neuter βουκολικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of βουκολικός, βουκολική, βουκολικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | βουκολικός | βουκολική | βουκολικόν | βουκολικώ | βουκολικᾱ́ | βουκολικώ | βουκολικοί | βουκολικαί | βουκολικᾰ́ | |||
Genitive | βουκολικοῦ | βουκολικῆς | βουκολικοῦ | βουκολικοῖν | βουκολικαῖν | βουκολικοῖν | βουκολικῶν | βουκολικῶν | βουκολικῶν | |||
Dative | βουκολικῷ | βουκολικῇ | βουκολικῷ | βουκολικοῖν | βουκολικαῖν | βουκολικοῖν | βουκολικοῖς | βουκολικαῖς | βουκολικοῖς | |||
Accusative | βουκολικόν | βουκολικήν | βουκολικόν | βουκολικώ | βουκολικᾱ́ | βουκολικώ | βουκολικούς | βουκολικᾱ́ς | βουκολικᾰ́ | |||
Vocative | βουκολικέ | βουκολική | βουκολικόν | βουκολικώ | βουκολικᾱ́ | βουκολικώ | βουκολικοί | βουκολικαί | βουκολικᾰ́ | |||
Descendants
References
- βουκολικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- βουκολικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «βουκολικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «βουκολικός» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)