Definify.com
Definition 2024
βουβουζέλα
βουβουζέλα
Greek
Noun
βουβουζέλα • (vouvouzéla) f (plural βουβουζέλες)
Declension
declension of βουβουζέλα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βουβουζέλα | βουβουζέλες |
genitive | βουβουζέλας | βουβουζέλων |
accusative | βουβουζέλα | βουβουζέλες |
vocative | βουβουζέλα | βουβουζέλες |