Definify.com
Definition 2024
βιολόγος
βιολόγος
Greek
Noun
βιολόγος • (viológos) m, f (plural βιολόγοι)
Declension
declension of βιολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιολόγος | βιολόγοι |
genitive | βιολόγου | βιολόγων |
accusative | βιολόγο | βιολόγους |
vocative | βιολόγε | βιολόγοι |
Related terms
- βιολογία f (viología, “biology”)