Definify.com
Definition 2024
βιοκαύσιμο
βιοκαύσιμο
Greek
Noun
βιοκαύσιμο • (viokáfsimo) n (plural βιοκαύσιμα)
Declension
declension of βιοκαύσιμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιοκαύσιμο | βιοκαύσιμα |
genitive | βιοκαυσίμου | βιοκαυσίμων |
accusative | βιοκαύσιμο | βιοκαύσιμα |
vocative | βιοκαύσιμο | βιοκαύσιμα |