Definify.com
Definition 2025
βιοκαύσιμο
βιοκαύσιμο
Greek
Noun
βιοκαύσιμο • (viokáfsimo) n (plural βιοκαύσιμα)
Declension
declension of βιοκαύσιμο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | βιοκαύσιμο | βιοκαύσιμα |
| genitive | βιοκαυσίμου | βιοκαυσίμων |
| accusative | βιοκαύσιμο | βιοκαύσιμα |
| vocative | βιοκαύσιμο | βιοκαύσιμα |