Definify.com
Definition 2024
βιογραφία
βιογραφία
Greek
Noun
βιογραφία • (viografía) f (plural βιογραφίες)
- biography (book relating a person's life story)
Declension
declension of βιογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιογραφία | βιογραφίες |
genitive | βιογραφίας | βιογραφιών |
accusative | βιογραφία | βιογραφίες |
vocative | βιογραφία | βιογραφίες |
Related terms
- βιογραφικός f (viografikós, “biographical, biographic”)
- αυτοβιογραφία f (aftoviografía, “autobiography”)