Definify.com
Definition 2024
βασανιστήριο
βασανιστήριο
Greek
Noun
βασανιστήριο • (vasanistírio) n (plural βασανιστήρια)
Declension
declension of βασανιστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βασανιστήριο | βασανιστήρια |
genitive | βασανιστηρίου | βασανιστηρίων |
accusative | βασανιστήριο | βασανιστήρια |
vocative | βασανιστήριο | βασανιστήρια |
Synonyms
- βάσανο n (vásano, “torture”)
Related terms
- see: βάσανο n (vásano, “torture”)