Definify.com
Definition 2024
βαπτιστικό
βαπτιστικό
Greek
Adjective
βαπτιστικό • (vaptistikó)
- Accusative masculine singular form of βαπτιστικός (vaptistikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of βαπτιστικός (vaptistikós).