Definify.com

Definition 2024


βαμβακερό

βαμβακερό

Greek

Adjective

βαμβακερό (vamvakeró)

  1. Accusative masculine singular form of βαμβακερός (vamvakerós).
  2. Nominative neuter singular form of βαμβακερός (vamvakerós).
  3. Accusative neuter singular form of βαμβακερός (vamvakerós).
  4. Vocative neuter singular form of βαμβακερός (vamvakerós).