Definify.com

Definition 2024


βαμβακερά

βαμβακερά

Greek

Adjective

βαμβακερά (vamvakerá)

  1. Nominative neuter plural form of βαμβακερός (vamvakerós).
  2. Accusative neuter plural form of βαμβακερός (vamvakerós).
  3. Vocative neuter plural form of βαμβακερός (vamvakerós).