Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αφαλός
αφαλός
Greek
Noun
αφαλός
•
(
afalós
)
m
(
plural
αφαλοί
)
(
colloquial
)
navel
hub
(
of wheel
)
Declension
declension of
αφαλός
singular
plural
nominative
αφαλός
αφαλοί
genitive
αφαλού
αφαλών
accusative
αφαλό
αφαλούς
vocative
αφαλέ
αφαλοί
Synonyms
ομφαλός
m
(
omfalós
)
Similar Results