Definify.com
Definition 2024
αυτοκινητόδρομος
αυτοκινητόδρομος
Greek
Noun
αυτοκινητόδρομος • (aftokinitódromos) m (plural αυτοκινητόδρομοι)
Declension
declension of αυτοκινητόδρομος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκινητόδρομος | αυτοκινητόδρομοι |
genitive | αυτοκινητοδρόμου | αυτοκινητοδρόμων |
accusative | αυτοκινητόδρομο | αυτοκινητοδρόμους |
vocative | αυτοκινητόδρομε | αυτοκινητόδρομοι |
External links
- αυτοκινητόδρομος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el