Definify.com
Definition 2024
αυτοκινητάκι
αυτοκινητάκι
Greek
Noun
αυτοκινητάκι • (aftokinitáki) n (plural αυτοκινητάκια)
- diminutive of αυτοκίνητο (aftokínito).
- toy car
Declension
declension of αυτοκινητάκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκινητάκι | αυτοκινητάκια |
genitive | — | — |
accusative | αυτοκινητάκι | αυτοκινητάκια |
vocative | αυτοκινητάκι | αυτοκινητάκια |