Definify.com
Definition 2024
αυτιστικό
αυτιστικό
Greek
Noun
αυτιστικό • (aftistikó) n (plural αυτιστικά)
Declension
declension of αυτιστικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτιστικό | αυτιστικά |
genitive | αυτιστικού | αυτιστικών |
accusative | αυτιστικό | αυτιστικά |
vocative | αυτιστικό | αυτιστικά |
Related terms
- αυτιστικός (aftistikós, “autistic”)
- αυτισμός m (aftismós, “autism”)
Adjective
αυτιστικό • (aftistikó)
- Accusative masculine singular form of αυτιστικός (aftistikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αυτιστικός (aftistikós).