Definify.com
Definition 2024
αυλητής
αυλητής
See also: αὐλητής
Greek
Noun
αυλητής • (avlitís) m (plural αυλητές, feminine αυλητρίδα or αυλήτρια)
Declension
declension of αυλητής
Synonyms
- (flautist): φλαουτίστας m (flaoutístas)
- (flautist): φλαουτίστα f (flaoutísta)