Definify.com

Definition 2024


αστιγματικά

αστιγματικά

Greek

Adjective

αστιγματικά (astigmatiká)

  1. Nominative neuter plural form of αστιγματικός (astigmatikós).
  2. Accusative neuter plural form of αστιγματικός (astigmatikós).
  3. Vocative neuter plural form of αστιγματικός (astigmatikós).