Definify.com
Definition 2024
ασπράδι
ασπράδι
Greek
Noun
ασπράδι • (asprádi) n (plural ασπράδια)
Declension
declension of ασπράδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασπράδι | ασπράδια |
genitive | ασπραδιού | ασπραδιών |
accusative | ασπράδι | ασπράδια |
vocative | ασπράδι | ασπράδια |
Coordinate terms
- άσπρος (áspros, “white”, adjective)
Synonyms
- (egg white): λεύκωμα n (léfkoma)