Definify.com
Definition 2024
ασκαλώνιο
ασκαλώνιο
Greek
Noun
ασκαλώνιο • (askalónio) n (plural ασκαλώνια)
- shallot
- (rare) spring onion, scallion
Declension
declension of ασκαλώνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασκαλώνιο | ασκαλώνια |
genitive | ασκαλώνιου | ασκαλώνιων |
accusative | ασκαλώνιο | ασκαλώνια |
vocative | ασκαλώνιο | ασκαλώνια |