Definify.com
Definition 2024
αρσιβαρίστρια
αρσιβαρίστρια
Greek
Noun
αρσιβαρίστρια • (arsivarístria) f (plural αρσιβαρίστριες, masculine αρσιβαρίστας)
Declension
declension of αρσιβαρίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρσιβαρίστρια | αρσιβαρίστριες |
genitive | αρσιβαρίστριας | αρσιβαριστριών |
accusative | αρσιβαρίστρια | αρσιβαρίστριες |
vocative | αρσιβαρίστρια | αρσιβαρίστριες |
Related terms
- άρση βαρών n (ársi varón, “weightlifting”)