Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αρρυθμία
αρρυθμία
See also:
ἀρρυθμία
Greek
Noun
αρρυθμία
•
(
arrythmía
)
f
(
plural
αρρυθμίες
)
(
medicine
)
arrhythmia
,
cardiac
dysrhythmia
Declension
declension of
αρρυθμία
singular
plural
nominative
αρρυθμία
αρρυθμίες
genitive
αρρυθμίας
αρρυθμιών
accusative
αρρυθμία
αρρυθμίες
vocative
αρρυθμία
αρρυθμίες
Similar Results