Definify.com
Definition 2024
αρκετά
αρκετά
Greek
Adverb
αρκετά • (arketá)
Interjection
αρκετά • (arketá)
Adjective
αρκετά • (arketá)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of αρκετός (arketós).
αρκετά • (arketá)
αρκετά • (arketá)
αρκετά • (arketá)