Definify.com
Definition 2024
αριστοκράτισσα
αριστοκράτισσα
Greek
Noun
αριστοκράτισσα • (aristokrátissa) f (plural αριστοκράτισσες, masculine αριστοκράτης)
Declension
declension of αριστοκράτισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αριστοκράτισσα | αριστοκράτισσες |
genitive | αριστοκράτισσας | αριστοκρατισσών |
accusative | αριστοκράτισσα | αριστοκράτισσες |
vocative | αριστοκράτισσα | αριστοκράτισσες |
Synonyms
- ευγενής m, f (evgenís)
Related terms
- αριστοκρατικός (aristokratikós, “aristocratic”)