Definify.com

Definition 2024


αριστοκράτισσα

αριστοκράτισσα

Greek

Noun

αριστοκράτισσα (aristokrátissa) f (plural αριστοκράτισσες, masculine αριστοκράτης)

  1. aristocrat, noble, peer

Declension

Synonyms

Related terms