Definify.com
Definition 2024
αριστερόχειρας
αριστερόχειρας
Greek
Noun
αριστερόχειρας • (aristerócheiras) m, f (plural αριστερόχειρες)
Declension
declension of αριστερόχειρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αριστερόχειρας | αριστερόχειρες |
genitive | αριστερόχειρα | αριστεροχείρων |
accusative | αριστερόχειρα | αριστερόχειρες |
vocative | αριστερόχειρα | αριστερόχειρες |
Related terms
- αριστεροχειρία f (aristerocheiría, “left-handedness”)
- αριστερόστροφος (aristeróstrofos, “anticlockwise”)
External links
- Αριστεροχειρία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el