Definify.com
Definition 2024
αριστερόστροφο
αριστερόστροφο
Greek
Adjective
αριστερόστροφο • (aristeróstrofo)
- Accusative masculine singular form of αριστερόστροφος (aristeróstrofos).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αριστερόστροφος (aristeróstrofos).