Definify.com

Definition 2024


αριστερόστροφο

αριστερόστροφο

Greek

Adjective

αριστερόστροφο (aristeróstrofo)

  1. Accusative masculine singular form of αριστερόστροφος (aristeróstrofos).
  2. Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αριστερόστροφος (aristeróstrofos).