Definify.com
Definition 2024
αργυροτσικνιάς
αργυροτσικνιάς
Greek
Noun
αργυροτσικνιάς • (argyrotsikniás) m (plural αργυροτσικνιάδες)
Declension
declension of αργυροτσικνιάς
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αργυροτσικνιάς | αργυροτσικνιάδες |
genitive | αργυροτσικνιά | αργυροτσικνιάδων |
accusative | αργυροτσικνιά | αργυροτσικνιάδες |
vocative | αργυροτσικνιά | αργυροτσικνιάδες |
Synonyms
- μεγάλος τσικνιάς m (megálos tsikniás)
Coodrinate terms
- τσικνιάς m (tsikniás, “egret”)