Definify.com
Definition 2024
αργία
αργία
See also: ἀργία
Greek
Noun
αργία • (argía) f (plural αργίες)
- bank holiday
- Η Πρωτομαγιά είναι μέρα αργίας για τους εργαζόμενους.
- May Day is a day off for the workers.
- Η Πρωτομαγιά είναι μέρα αργίας για τους εργαζόμενους.
- unemployment
- suspension, garden leave
Declension
declension of αργία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αργία | αργίες |
genitive | αργίας | αργιών |
accusative | αργία | αργίες |
vocative | αργία | αργίες |
See also
External links
- αργία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el