Definify.com
Definition 2025
απόχρωση
απόχρωση
Greek
Noun
απόχρωση • (apóchrosi) f (plural αποχρώσεις)
Declension
declension of απόχρωση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | απόχρωση | αποχρώσεις |
| genitive | απόχρωσης / αποχρώσεως | αποχρώσεων |
| accusative | απόχρωση | αποχρώσεις |
| vocative | απόχρωση | αποχρώσεις |
Synonyms
- χροιά f (chroiá)