Definify.com
Definition 2024
απόκλιση
απόκλιση
Greek
Noun
απόκλιση • (apóklisi) f (plural αποκλίσεις)
- (geography) declination
- μαγνητική απόκλιση ― magnitikí apóklisi ― magnetic declination
- (mathematics) deviation
- τυπική απόκλιση ― typikí apóklisi ― standard deviation
- (astronomy) declination
Declension
declension of απόκλιση
Related terms
- see: αγιογραφία f (agiografía, “icon, hagiography”)