Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
απόδοση
απόδοση
Greek
Noun
απόδοση
•
(
apódosi
)
f
(
plural
αποδόσεις
)
(
grammar
)
apodosis
Declension
declension of
απόδοση
singular
plural
nominative
απόδοση
αποδόσεις
genitive
απόδοσης
/
αποδόσεως
αποδόσεων
accusative
απόδοση
αποδόσεις
vocative
απόδοση
αποδόσεις
Synonyms
απόδ.
(
apód.
)
Similar Results