Definify.com

Definition 2024


απόδειξη

απόδειξη

Greek

Noun

απόδειξη (apódeixi) f (plural αποδείξεις)

  1. proof
    Η απόδειξη του θεωρήματος βρίσκεται στη σελίδα 35.
    I apódeixi tou theorímatos vrísketai sti selída 35.
    The proof of the theorem can be found on page 35.
  2. (mainly in plural) evidence
    Δεν υπήρχαν αρκετές αποδείξεις για την καταδίκη του.
    Den ypírchan arketés apodeíxeis gia tin katadíki tou.
    There was not enough evidence to convict him.
  3. receipt
    Ξέχασα την απόδειξη στο εστιατόριο.
    Xéchasa tin apódeixi sto estiatório.
    I forgot the receipt in the restaurant.

Declension

Related terms