Definify.com
Definition 2024
απόδειξη
απόδειξη
Greek
Noun
απόδειξη • (apódeixi) f (plural αποδείξεις)
- proof
- Η απόδειξη του θεωρήματος βρίσκεται στη σελίδα 35.
- I apódeixi tou theorímatos vrísketai sti selída 35.
- The proof of the theorem can be found on page 35.
- Η απόδειξη του θεωρήματος βρίσκεται στη σελίδα 35.
- (mainly in plural) evidence
- Δεν υπήρχαν αρκετές αποδείξεις για την καταδίκη του.
- Den ypírchan arketés apodeíxeis gia tin katadíki tou.
- There was not enough evidence to convict him.
- Δεν υπήρχαν αρκετές αποδείξεις για την καταδίκη του.
- receipt
- Ξέχασα την απόδειξη στο εστιατόριο.
- Xéchasa tin apódeixi sto estiatório.
- I forgot the receipt in the restaurant.
- Ξέχασα την απόδειξη στο εστιατόριο.
Declension
declension of απόδειξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απόδειξη | αποδείξεις |
genitive | απόδειξης / αποδείξεως | αποδείξεων |
accusative | απόδειξη | αποδείξεις |
vocative | απόδειξη | αποδείξεις |
Related terms
- αποδεικνύω (apodeiknýo, “to prove”)