Definify.com
Definition 2025
αποχώρηση
αποχώρηση
Greek
Noun
αποχώρηση • (apochórisi) n (plural αποχωρήσεις)
Declension
declension of αποχώρηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αποχώρηση | αποχωρήσεις |
| genitive | αποχώρησης / αποχωρήσεως | αποχωρήσεων |
| accusative | αποχώρηση | αποχωρήσεις |
| vocative | αποχώρηση | αποχωρήσεις |
Related terms
- αποχωρητήριο n (apochoritírio, “toilet, lavatory”)